Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστικό σημείο είναι η γλώσσα στην οποία αυτά ψάλλονται, στη καθαρεύουσα, καταδηλούντα την άμεση καταγωγή τους από τους Βυζαντινούς χρόνους τις Καλένδες του Ιανουαρίου που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Ο μεγάλος αριθμός των διαφόρων παραλλαγών εξανάγκασε να διακρίνονται αυτά σε εθνικά ή αστικά και στα τοπικά ή παραδοσιακά (κατά περιοχή). Στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραλλαγές μόνο στον Ελλαδικό χώρο. Σήμερα εκτός των παραπάνω έχουν εισαχθεί και διάφορα αγγλοσαξωνικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά των οποίων έχουν και μεταγλωττιστεί στην ελληνική που δυστυχώς τείνουν να υπερκαλύψουν τα παραδοσιακά.
Επίσης και η ημέρα που ψάλλονται τα κάλαντα σε ορισμένες περιοχές ονομάζονται "Κάλαντα" (Κόλιντα, Κόλεντας, Κόλιαντας) με εξαίρεση τη νήσο Μήλο που ψέλνονταν μόνο τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς, συντασσόμενα κάθε φορά νέα κάλαντα, με τα οποία όμως ζητούσαν οικονομική συνδρομή για κάποιο κοινωνικό σκοπό (πχ ανέγερση ή επιδιόρθωση ναού) δίδοντας και συμβουλές προς τους άρχοντες η παρατηρήσεις με σκωπτικό χαρακτήρα.
Τέτοιες είναι και οι σχετικές "μαντινάδες" της Κρήτης ή "κοτσάκια" της Νάξου με σκωπτικό χαρακτήρα που ψάλλονται ως "κάλαντα". Πολλές φορές όταν δεν υπήρχε φιλοδώρημα ή ήταν ευτελές τότε τα παιδιά συνέχιζαν έξω από την οικία κάλαντα σκωπτικά επαναλαμβανόμενα:
«Αφέντη μου στη κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες,
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγά μαζώνουν!»
Οι Πατέρες της Εκκλησίας κατά τους Βυζαντινούς χρόνους απαγόρευαν ή απέτρεπαν αυτό το έθιμο ως καταγόμενο από τις εορτές των ρωμαϊκών Καλενδών που είχε καταδικάσει η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος το 680 μ.Χ., αποκαλούντες τους συμμετέχοντες σ΄ αυτό "Μηναγύρτες", κατά δε απόσπασμα του Τζέτζη (Χιλιάδ. ΙΓ' 246 κε):
"Οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και προσαιτούσι
και όσοι κατ΄ αρχίμηνον του Ιανουαρίου
και του Χριστού γεννήσει και Φώτων τη ημέρα
οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες
μετά ωδών ή επωδών ή λόγων εγκωμίων
ούτοι αν πάντες λέγοιντο κυρίως Μηναγύρται.
Κατά την αρχική περίοδο της Βασιλευομένης Δημοκρατίας καθιερώθηκε το έθιμο της απαγγελίας των καλάντων από τους άνδρες της ανακτορικής φρουράς ενώπιον των Βασιλέων κατ΄ αντιστοιχία παρομοίων εθιμικών ευχητικών εκδηλώσεων σε άλλους Ευρωπαϊκούς Βασιλικούς Οίκους. Το έθιμο αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα γενικευμένο όμως και σε πρόσωπά πολιτικά αλλά και από ομάδες, συλλόγους, χορωδίες κλπ.
Ποιός δε ξύπνησε πρωί ή και νύχτα ακόμα,ντυμένος με τόσα ρούχα που δεν έκλειναν τα χέρια στις μασχάλες και να πάρει σβάρνα δρόμους και σοκάκια!'Εστω για συγγενικές πόρτες και μόνο! Υπάρχει κάποιος που δε κοίταξε τη νοικοκυρά στα χέρια μπας και μαντέψει το φιλοδώρημα πριν το ''αρπάξει''?Το τί σαρδαμ και ανακέτεμα των στοίχων πάνω στη βιασύνη να τελειώσεις τα κάλαντα και να αμοιφθείς γιαυτό!
στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὰ κάλαντα ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀγερμούς, δηλαδή τοὺς ἐράνους. καὶ λέγονταν ἔτσι ἀκριβῶς κι αὐτὰ ἀγερμοί, ἑνῷ εἶχαν καὶ τὶς ἰδιαίτερες ἐποχιακὲς ὀνομασίες εἰρεσιῶναι, χελιδονίσματα, καὶ κορωνίσματα. λέγονταν βέβαια ἀγερμοὶ (ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἀγείρω, ποὺ θὰ πῇ ἀθροίζω, μαζεύω, ἐρανίζομαι) καὶ ὅλοι γενικῶς οἱ ἔρανοι. ὁ ἔρανος χορηγιῶν μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν ἑνὸς πολιτικοῦ γιὰ τὴν οἰκονομικὴ στήριξι τοῦ πολιτικοῦ ἀγῶνος του, ἡ ζητιανιὰ τῶν φτωχῶν στ΄ ἀρχοντικὰ ποὺ γλεντοῦσαν, ἢ στοὺς ναοὺς ποὺ πανηγύριζαν, ἡ θρησκευτικὴ καὶ βακούφικη ζητεία σιτηρῶν καὶ ἄλλων ἀγροτικῶν προϊόντων γιὰ τοὺς ναοὺς καὶ τὰ μοναστήρια τῶν θηλυκῶν ἰδίως θεοτήτων Ῥέας, Εἰλειθυίας, Μητρός, Κυβέλης, Ἀρτέμιδος, Ἥρας, Νυμφῶν, καὶ πολλῶν ἄλλων, ἀλλὰ κυρίως καὶ ἐν τέλει ἀγερμοὶ λέγονταν αὐτὰ ποὺ τώρα λέμε κάλαντα ἢ κόλιντα τῶν παιδιῶν.
Ποιος δεν χάρηκε, ακόμα κι όταν δεν το είχε ανάγκη, το μικροποσό που μόνος είχε από τα κάλαντα μαζέψει, για να το εξαργυρώσει αμέσως κατάλληλα στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς ή του χωριού, άλλωστε τη γκρίνια στο σπίτι ποιος τη λογάριαζε!Το μεταλλικό τριγωνάκι στα γαντοφορεμένα χέρια, κάποτε και το μικρό χάρτινο καράβι στην αγκαλιά, αυτιά και μύτες κατακόκκινα, ξυλιασμένα από την παγωνιά και...
Χριστού την θείαν γέννησιν
να ειπώ, να ειπώ στ΄ αρχοντικό σας.
Εν τω σπηλαίῳ τίκτεται
εν φά- εν φάτνῃ των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών
κι ο ποι- κι ο ποιητής των όλων...
Οι νοικοκυρές γελούσαν, άλλοι μάς δούλευαν ελαφρώς από δίπλα, απλώναμε το χέρι βιαστικά, παίρναμε ό,τι ήταν να πάρουμε, και δρόμο, κουτρουβαλώντας τα καλντερίμια και τσαλαβουτώντας μες στις λάσπες, μπας και προλάβουν άλλοι.
Καμμιά φορά καυγάς τρικούβερτος στη μοιρασιά, όμως οι ευχές σταθερές.
– Χρόνια πολλά!
– Χρόνια πολλά παιδιά, καλή πρόοδο!
Κάτι τέτοιες μέρες κατανυκτικές κι ευφρόσυνες, είναι τα κάλαντα στους δρόμους και οι βυζαντινοί ύμνοι στην εκκλησία που δίνουν το μέτρο της χαράς και της προσδοκίας. Γιατί τα κάλαντα εκτός από τραγούδια ευχετικά στον νοικοκύρη, είναι και ποιητικότατες αναγγελίες του μεγάλου μηνύματος. Η χαρά της γέννησης του Χριστού υφαίνεται με τη γλυκειά απαντοχή της υγείας, της χαράς, της ευτυχίας, της αφθονίας. Η έλευση του Θεανθρώπου συναρτάται με την καθημερινή ζωή και ο λαός πιστεύει πως η μαγεία των ημερών τον βοηθά να μαντέψει το μέλλον και το προδιαγράφει με τους οιωνούς άριστους.
Τη γλυκειά αυτή προσδοκία τραγουδούν τα παιδιά μέσα από τα κάλαντα, γι’ αυτό και είναι καλοδεχούμενα. Οι πόρτες ορθάνοιχτες για το απαραίτητο κέρασμα και τις ευχές. Κουλούρια, καρύδια, μήλο, πορτοκάλι, χάρτινο καράβι. Και το αστέρι σημάδι ελπίδας!
Καλά Χριστούγεννα και καλές γιορτές σε όλους!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου