Ποινές κάθειρξης 7 και 9 ετών επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (ΜΟΔ) Θεσσαλονίκης, κατά περίπτωση, σε επτά αστυνομικούς, οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι για συμμετοχή σε δίκτυο που «προστάτευε» ιδιοκτήτες με παράνομα ηλεκτρονικά παιχνίδια από τους ελέγχους συναδέλφων τους.
Σε αντίθεση με τους παραπάνω, το δικαστήριο αθώωσε λόγω αμφιβολιών τρεις συναδέλφους τους
που κατηγορούνταν για την ίδια υπόθεση, ενώ επιπλέον, έκρινε ένοχους
πέντε ιδιώτες στους οποίους επέβαλε ποινές κάθειρξης από 5 έως 10
χρόνια.
Ύστερα από ακροαματική διαδικασία πολλών εβδομάδων, το ΜΟΔ έκρινε ένοχους τους αστυνομικούς για κατάχρηση εξουσίας κατ' εξακολούθηση και τους ιδιώτες για ηθική αυτουργία στην κατάχρηση εξουσίας, ενώ δεν αναγνώρισε σε κανέναν ελαφρυντικό. Αποφάσισε -πάντως- να αφήσει άπαντες ελεύθερους ενόψει του Εφετείου.
Η πολύκροτη υπόθεση άρχισε να ερευνάται ύστερα από καταγγελία που έφτασε στην Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βορείου Ελλάδος, προερχόμενη από άτομο που -όπως αποδείχθηκε- ήταν ανύπαρκτο, σύμφωνα με την οποία αστυνομικοί πληροφορούσαν καταστηματάρχες ενόψει επικείμενων ελέγχων με συνέπεια οι έλεγχοι είτε να ματαιώνονται είτε να διεξάγονται πλημμελώς.
Οι πολυετείς έρευνες των διωκτικών Αρχών είχαν ως αποτέλεσμα να παραπεμφθούν σε δίκη 15 άτομα, ενώ οι σε βάρος τους αποδιδόμενες πράξεις αφορούσαν το διάστημα 2008-2010. Οι περισσότεροι εκ των εμπλεκόμενων αστυνομικών, μεταξύ αυτών κι ένας εν ενεργεία αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. που καταδικάστηκε, υπηρετούσαν κατά το παρελθόν σε διάφορες αστυνομικές υπηρεσίες της ανατολικής Θεσσαλονίκης. Οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων, όταν έπαιρναν το… σήμα από τους αστυνομικούς μετέτρεπαν τα μαγαζιά από λέσχες παράνομου ηλεκτρονικού τζόγου σε καφέ-μπαρ, που υποτίθεται ότι παρείχαν υπηρεσίες διαδικτύου.
Οι διωκτικές Αρχές απέδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε ιδιώτη που σε τηλεφωνικές συνομιλίες αποκαλείτο ως «boss», ενώ φαίνεται ότι αυτός έλεγχε δίκτυο καταστημάτων με τυχερά παίγνια σε διάφορες πόλεις της Β. Ελλάδος και της Θεσσαλίας. Για τον συγκεκριμένο (και μόνο γι' αυτόν), το δικαστήριο επέβαλε τους όρους της καταβολής εγγυοδοσίας ύψους 15.000 ευρώ και της εμφάνισης μία φορά το μήνα σε αστυνομικό τμήμα, προκειμένου να μείνει ελεύθερος.
Ως προς την ενοχή ή μη των κατηγορουμένων, το ΜΟΔ υιοθέτησε την εισήγηση της εισαγγελέως της έδρας Αργυρής Βαλούση, η οποία, αναφερόμενη στους αστυνομικούς για τους οποίους ζήτησε να καταδικαστούν, έκανε λόγο για «κεκρυμμένους εγκληματίες στους κόλπους των διωκτικών Αρχών που επιδεικνύουν πρωτοφανή νηφαλιότητα και παντελή έλλειψη μετάνοιας».
Στις απολογίες τους που προηγήθηκαν τόσο οι αστυνομικοί όσο και οι ιδιώτες, που εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες καταστημάτων με τυχερά παίγνια, αρνήθηκαν τις πράξεις τους, ισχυριζόμενοι ότι είχαν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους.
Ύστερα από ακροαματική διαδικασία πολλών εβδομάδων, το ΜΟΔ έκρινε ένοχους τους αστυνομικούς για κατάχρηση εξουσίας κατ' εξακολούθηση και τους ιδιώτες για ηθική αυτουργία στην κατάχρηση εξουσίας, ενώ δεν αναγνώρισε σε κανέναν ελαφρυντικό. Αποφάσισε -πάντως- να αφήσει άπαντες ελεύθερους ενόψει του Εφετείου.
Η πολύκροτη υπόθεση άρχισε να ερευνάται ύστερα από καταγγελία που έφτασε στην Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βορείου Ελλάδος, προερχόμενη από άτομο που -όπως αποδείχθηκε- ήταν ανύπαρκτο, σύμφωνα με την οποία αστυνομικοί πληροφορούσαν καταστηματάρχες ενόψει επικείμενων ελέγχων με συνέπεια οι έλεγχοι είτε να ματαιώνονται είτε να διεξάγονται πλημμελώς.
Οι πολυετείς έρευνες των διωκτικών Αρχών είχαν ως αποτέλεσμα να παραπεμφθούν σε δίκη 15 άτομα, ενώ οι σε βάρος τους αποδιδόμενες πράξεις αφορούσαν το διάστημα 2008-2010. Οι περισσότεροι εκ των εμπλεκόμενων αστυνομικών, μεταξύ αυτών κι ένας εν ενεργεία αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. που καταδικάστηκε, υπηρετούσαν κατά το παρελθόν σε διάφορες αστυνομικές υπηρεσίες της ανατολικής Θεσσαλονίκης. Οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων, όταν έπαιρναν το… σήμα από τους αστυνομικούς μετέτρεπαν τα μαγαζιά από λέσχες παράνομου ηλεκτρονικού τζόγου σε καφέ-μπαρ, που υποτίθεται ότι παρείχαν υπηρεσίες διαδικτύου.
Οι διωκτικές Αρχές απέδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε ιδιώτη που σε τηλεφωνικές συνομιλίες αποκαλείτο ως «boss», ενώ φαίνεται ότι αυτός έλεγχε δίκτυο καταστημάτων με τυχερά παίγνια σε διάφορες πόλεις της Β. Ελλάδος και της Θεσσαλίας. Για τον συγκεκριμένο (και μόνο γι' αυτόν), το δικαστήριο επέβαλε τους όρους της καταβολής εγγυοδοσίας ύψους 15.000 ευρώ και της εμφάνισης μία φορά το μήνα σε αστυνομικό τμήμα, προκειμένου να μείνει ελεύθερος.
Ως προς την ενοχή ή μη των κατηγορουμένων, το ΜΟΔ υιοθέτησε την εισήγηση της εισαγγελέως της έδρας Αργυρής Βαλούση, η οποία, αναφερόμενη στους αστυνομικούς για τους οποίους ζήτησε να καταδικαστούν, έκανε λόγο για «κεκρυμμένους εγκληματίες στους κόλπους των διωκτικών Αρχών που επιδεικνύουν πρωτοφανή νηφαλιότητα και παντελή έλλειψη μετάνοιας».
Στις απολογίες τους που προηγήθηκαν τόσο οι αστυνομικοί όσο και οι ιδιώτες, που εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες καταστημάτων με τυχερά παίγνια, αρνήθηκαν τις πράξεις τους, ισχυριζόμενοι ότι είχαν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου